στραγγούλα
Смотреть что такое "στραγγούλα" в других словарях:
στραγγούλα — η, Ν ναυτ. βλ. στραγγάλη … Dictionary of Greek
στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… … Dictionary of Greek
στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… … Dictionary of Greek